αγριοφωνάζω

αγριοφωνάζω
αγριοφώναξα, φωνάζω δυνατά και με οργή: Μονάχα όταν αγριοφώναξε ησύχασαν τα παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγριοφωνάζω — φωνάζω άγρια, δυνατά, ξεφωνίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + φωνάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”